- κρυπτάδιος
- κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδιακρυφά, μυστικά, λαθραία.επίρρ...κρυπταδίως (Α)κρυφά, λαθραία, μυστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφ-άδιος, αμφ-άδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.